προδιατίθημι

προδιατίθημι
ΝΜΑ
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) προδιατεθειμένος, -η, -ο
α) προετοιμασμένος ψυχικά, προϊδεασμένος
β) προκατειλημμένος
μσν.-αρχ.
1. διευθετώ, τακτοποιώ κάτι προηγουμένως
2. προδιαθέτω («προδιατίθημι τινὰ οἰκείως ἔχειν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διατίθημι «τακτοποιώ, διαχειρίζομαι, ορίζω, προκαλώ τη διάθεση κάποιου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απροδιάθετος — η, ο αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ψυχικά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προδιατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσ. Μεγδάνη] …   Dictionary of Greek

  • προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”